- τραγωδοποιός
- ο / τραγῳδοποιός, ΝΑ, και ως επίθ. τραγῳδοποιός, -όν, Ατραγικός ποιητήςαρχ.(γενικά) συγγραφέας σοβαρής ποίησης.[ΕΤΥΜΟΛ. < τραγῳδός + -ποιός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τραγῳδοποιός — tragic poet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγωιδοποιοῦ — τραγῳδοποιός tragic poet masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγωιδοποιῶν — τραγῳδοποιός tragic poet masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγωιδοποιόν — τραγῳδοποιός tragic poet masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγωιδοποιός — τραγῳδοποιός tragic poet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγῳδοποιοῖς — τραγῳδοποιός tragic poet masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγῳδοποιοί — τραγῳδοποιός tragic poet masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγῳδοποιοῦ — τραγῳδοποιός tragic poet masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγῳδοποιούς — τραγῳδοποιός tragic poet masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγῳδοποιῶν — τραγῳδοποιός tragic poet masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)